Αἰμιλιανοῦ

Αἰμιλιανοῦ
Αἰμιλιανός
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Walls of Constantinople — Istanbul, Turkey Map showing Constantinople and its walls du …   Wikipedia

  • Πολύβιος — (Μεγαλόπολις, Αρκαδία περ. 205 π.Χ. – περ. 125/120 π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας ιστορικός. Γιος του στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας Λυκόρτα, αναμείχθηκε και ο ίδιος στην πολιτική ζωή της συμπολιτείας. Το 168, μετά τη συντριβή της μακεδονικής δύναμης …   Dictionary of Greek

  • παναίτιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. (180 – 110 π.X.) Έλληνας στωικός φιλόσοφος από τη Ρόδο. Πήγε στη Ρώμη, κέρδισε τη φιλία του Σκιπίωνος Αιμιλιανού και τον συνόδευσε σε μιαν αποστολή του στην Αίγυπτο και στην Ασία. Επηρέαζε πολύ τον κύκλο του Σκιπίωνα …   Dictionary of Greek

  • πολύβιος — (Μεγαλόπολις, Αρκαδία περ. 205 π.Χ. – περ. 125/120 π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας ιστορικός. Γιος του στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας Λυκόρτα, αναμείχθηκε και ο ίδιος στην πολιτική ζωή της συμπολιτείας. Το 168, μετά τη συντριβή της μακεδονικής δύναμης …   Dictionary of Greek

  • ρήμα — Μέρος του λόγου που στην παραδοσιακή γραμματική δηλώνει ενέργεια, πάθος ή κατάσταση. Στις γλώσσες όπου υπάρχει (σύμφωνα με τη διάκριση που έκανε ο Αριστοτέλης) καθορίζεται ως μέρος του λόγου, που έρχεται σε αντίθεση προς το όνομα και έχει… …   Dictionary of Greek

  • Αίλιος Τούμπερος — Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Φίλος του Κικέρωνα, που έγινε το 49 π.Χ. διοικητής Αφρικής. Ο Αινεσίδημος του αφιέρωσε τους Πυρρωνείους λόγους του. Έγραψε μια ιστορική μελέτη σε 14 τόμους, που αφορούσε την περίοδο από την ίδρυση… …   Dictionary of Greek

  • Ανατόλιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο στρατηλάτης. Δεν είναι γνωστό πού, πότε και πώς έζησε. Αναφέρεται μόνο ότι μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη τουτιμάται στις 23 Απριλίου. 2. Ο μάρτυς. Είναι άγνωστο από πού καταγόταν και πότε μαρτύρησε …   Dictionary of Greek

  • Βαλεριανός — I (Publius Licinius Valerianus, τέλη 2ου αι. – περ. 260 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (253 260). Έλαβε μέρος στον πόλεμο εναντίον των Γότθων και όταν ο Γάλλος τον κάλεσε εναντίον του Αιμιλιανού, έγινε αυτοκράτορας και αναγνωρίστηκε μετά τον θάνατο… …   Dictionary of Greek

  • Επιθέρσης — (α’ μισό 1ου αι. μ.Χ.). Γραμματικός από τη Νίκαια. Ήταν πατέρας του ρήτορα Αιμιλιανού και έγραψε Περί λέξεων αττικών και τραγικών και κωμικών …   Dictionary of Greek

  • Λουκίλιος — (Gaius Lucilius, Καζέρτα 180 – Νάπολη 103/2 π.Χ.). Ρωμαίος ποιητής. Θεωρείται ο θεμελιωτής της ρωμαϊκής σάτιρας. Καταγόμενος από οικογένεια ευγενών, διέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα στη Ρώμη. Υπήρξε φίλος του Σκιπίωνα Αιμιλιανού, ενώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”